πολεμοῦν

πολεμοῦν
πολεμέω
to be at war
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
πολεμέω
to be at war
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
πολεμόω
make hostile
pres part act masc voc sg
πολεμόω
make hostile
pres part act neut nom/voc/acc sg
πολεμόω
make hostile
pres inf act (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • воѥвати — ВО|ѤВАТИ (342), ЮЮ, ЮѤТЬ гл. 1.Воевать, вести войну: по мале ||=врѣмени придоша срацина въ галѣ˫ахъ воѥватъ. и ѡстрѣгоша кюпрѩне. изидоша противоу ихъ въ кораблихъ. ПрЛ XIII, 78в г; идоша новгоро||дьци съ ст҃осла(в)мь. къ кеси. и придоша литва въ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CELAENAE — Straboni tumulus est Asiae proprie dictae, Apamiae imminens, oppidum habens eiusdem nominis, quod Phrygiae caput Livius vocat, l. 38. c. 13. Antiochus Soter Apamiam dixit, matris nomine, filiae Artabazi, uxoris Seleuci Nicanoris. Hoc in loco… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • έπαλξη — η (AM ἔπαλξις) συν. στον πληθ. το ανώτερο οδοντωτό μέρος τού τείχους, που έχει ανοίγματα κατά διαστήματα, ώστε να μπορούν να πολεμούν μέσα από αυτά οι αμυνόμενοι αρχ. μσν. αμυντικό κατασκεύασμα, ειδ. θωράκιο τείχους αρχ. 1. μτφ. προστασία,… …   Dictionary of Greek

  • δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να …   Dictionary of Greek

  • εκ — και (πριν από φωνήεν) εξ και (σε σύνθεση) ξε (AM ἐκ, ἐξ) πρόθεση που συντάσσεται με γενική και ισοδυναμεί με την από + αιτιατική ο πλήρης τύπος τής πρόθεσης είναι εκ(ς), το ς μεταξύ δύο φωνηέντων αποβάλλεται σε σύνθεση και πριν από τα γράμματα β …   Dictionary of Greek

  • εμπόλεμος — η, ο (Α ἐμπόλεμος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε πόλεμο, που διεξάγει πόλεμο («εμπόλεμα κράτη») 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι εμπόλεμοι αυτοί που πολεμούν μεταξύ τους 3. ο πολεμικός, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον πόλεμο (α. «εμπόλεμη …   Dictionary of Greek

  • ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… …   Dictionary of Greek

  • κεγχροβόλοι — κεγχροβόλοι, οἱ (Α) (κωμική λέξη στον Λουκιανό) αυτοί που πολεμούν με κεχρί, που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, πυρσο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”